Κωνσταντίνος Λογοθέτης: «Πριν προσπαθήσεις να διορθώσεις τον κόσμο, διόρθωσε τον εαυτό σου»

Συνέντευξη στη δημοσιογράφο Αριστέα Κοντόζογλου

Γνωρίζοντας από κοντά τον κύριο Λογοθέτη σε ένα σύντομο ταξίδι μου που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2022 στη Θεσσαλονίκη στα πλαίσια  του Φεστιβάλ Βιβλίου εκεί, μου δημιουργήθηκαν πολλά αναπάντητα γιατί περί δικαιοσύνης ,ελευθερίας, νόμων, άγραφων και μη.

Διαβάζοντας το βιβλίο του κυρίου Λογοθέτη με τίτλο : ΠΑΓΚΡΑΤΙΔΗΣ: «Εις θάνατον τετράκις….» από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκης προχώρησα στην υλοποίηση της παρακάτω συνέντευξης και τον ευχαριστώ πολύ για την ανταπόκριση!

Α.Κ: Πώς μπήκε η συγγραφή στη ζωή σας;

Κ.Λ: Για να ακριβολογήσω, δεν μπήκε η συγγραφή στη ζωή μου με τη γνωστή έννοια της απόφασης να ασχοληθώ μόνιμα μ’ αυτήν. Απλά, από καιρό σκεπτόμουν πως θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον για μία υπόθεση που τότε συντάραξε και ακόμα ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, να φέρω στο φως στοιχεία εντελώς άγνωστα από τον ίδιο τον πυρήνα της τραγωδίας αυτής που είναι η καταδικαστική απόφαση. Από την αποδοχή όμως που είχε το βιβλίο, πιστεύω πως θα ήταν το ίδιο χρήσιμο και ενδιαφέρον να ασχοληθώ αργότερα με ζητήματα της Δικαιοσύνης που απασχόλησαν το Πανελλήνιο και είναι επίσης άγνωστα ως προς τις δικαστικές τους παραμέτρους, όπως π.χ. το κλείσιμο του κατέργου του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, που αποτέλεσε μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη στον εξανθρωπισμό του σωφρονιστικού μας συστήματος.

Α.Κ: Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης της ιστορίας του βιβλίου σας;

Κ.Λ: Δεν πρόκειται για κάποια συγκεκριμένη πηγή έμπνευσης, αλλά περισσότερο για μια αίσθηση υποχρέωσης τόσο προς το κοινωνικό σύνολο όσο και προς την ιστορία της Δικαιοσύνης. Όπως είναι γνωστό, από την πρώτη στιγμή της καταδίκης του Παγκρατίδη και την εκτέλεση του, μέχρι και σήμερα, η κοινή γνώμη δεν πίστεψε στην ενοχή του, χωρίς όμως να μπορεί να θεμελιώσει με στοιχεία την επιφύλαξη αυτή. Έτσι, αναγκαστικά σχεδόν, οι υποθέσεις που γίνονταν έφταναν κατά καιρούς σε φανταστικές και μυθιστορηματικές εκδοχές με κύριο άξονα τους το ότι κάποιοι θέλησαν να γλυτώσουν τον πραγματικό εγκληματία, που άλλοτε ήταν κάποιος ψυχίατρος της Θεσσαλονίκης, άλλοτε επιχειρηματίας της εστίασης, άλλοτε ζεύγος εγκληματιών που δρούσαν από κοινού και άλλα παρόμοια, απολύτως όμως φανταστικά και αναπόδεικτα.

Γνωρίζοντας όμως από καιρό όλα τα στοιχεία της δίκης αυτής, αλλά και αποδεδειγμένα την ταυτότητα του Ιωάννη Σερεσλή, πραγματικού «δράκου του Σέιχ Σου», αισθανόμουν το αφόρητο βάρος της ευθύνης να φανεί κάποτε η αλήθεια.

Διευκρινίζω εδώ πως ο Σερεσλής δύο χρόνια μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη συνελήφθη για άλλα βαρύτατα εγκλήματα και, μετά το τέλος της απολογίας του γι’ αυτά, άρχισε να ομολογεί και τα εγκλήματα για τα οποία είχε ήδη εκτελεστεί ο «Αρίστος». Με άμεση όμως «άνωθεν» εντολή του απαγορεύτηκε η συνέχιση της απολογίας και διατάχθηκε το «κλείσιμο» του φακέλου.

Η τελική ώθηση για τη συγγραφή του βιβλίου, δόθηκε με τον εξής απροσδόκητο τρόπο: Τον Απρίλιο του 2019, με επισκέφθηκε στο γραφείο μου ο Υποστράτηγος ε.α. της ΕΛΑΣ Βασίλειος Κομνηνός, τότε υπομοίραρχος και ανακριτής του Σερεσλή (στην παρατηρητικότητα του οποίου οφείλεται και η σύλληψή του μαζί με τον Θ. Δακουρά), επίσης τότε υπομοίραρχο και μετέπειτα υποστράτηγο της ΕΛΑΣ. Με μνήμη πραγματικά εντυπωσιακή, επεβεβαίωσε με κάθε λεπτομέρεια την προς αυτούς «άνωθεν» εντολή να τερματισθεί άμεσα η παραπέρα ανάκριση του Σερεσλή και να «κλείσει» η δικογραφία. Ήδη δε και ο Θ. Δακουράς είχε εγγράφως επιβεβαιώσει την «άνωθεν» εντολή.

Α.Κ: Τι το ξεχωριστό έχει αυτό το βιβλίο και ποιο το μήνυμα;

Κ.Λ: Σ’ αυτά τα χρόνια πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για την  υπόθεση αυτή, τα περισσότερα ενδιαφέροντα και αξιόλογα. Όλες όμως οι μέχρι τώρα προσεγγίσεις, κυρίως εστιάζουν και εξαντλούνται στις κοινωνικές παραμέτρους του δράματος : Στο απροστάτευτο και αδύναμο φτωχόπαιδο, το εύκολο δηλαδή θύμα στα χέρια της Αστυνομίας, χρήσιμο τόσο για την κατασίγαση του τότε πανικού της κοινωνίας όσο και για την καταγραφή μιας τεράστιας αστυνομικής επιτυχίας, όσο όμως και …οικονομικής: Μέχρι το ΣτΕ έφθασε το (μάλλον προκλητικό) αίτημα του τότε Συνταγματάρχη της Χωροφυλακής και Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Νικολάου Τζαβάρα, ο οποίος διεκδικούσε την μεγάλη χρηματική αμοιβή της επικήρυξης του «δράκου». Αυτονόητο όμως είναι πως για να υπάρξει αμοιβή, έπρεπε να υπάρχει και «δράκος». Και αργότερα λοιπόν, αφού ο Παγκρατίδης είχε ήδη εκτελεστεί, υποχρεωτικά πια αυτός ήταν ο δράκος,αποκρυπτομένου –εν ανάγκη και βιαίως– οποιουδήποτε νεότερου στοιχείου που κατά καιρούς προέκυπτε. Αντί πολλών, οι προαναφερθείσες δύο συγκλονιστικές επώνυμες μαρτυρίες αστυνομικών, αμφότερες αναφερόμενες στην μετέπειτα ανάκριση άλλου κατηγορουμένου για βαρύτατα εγκλήματα, παρατίθενται στην εισαγωγή του βιβλίου και πλήρως αποδεικνύουν την πρόθεση να «θαφτεί», μετά τον Παγκρατίδη, και η αλήθεια.

Εκείνο λοιπόν που ποτέ δεν ερευνήθηκε επαρκώς και αποτελεί την βασική αιτία της έκδοσης αυτής, είναι η αμιγώς δικαστική παράμετρος: Μέσα δηλαδή από ποιούς «δρόμους» νομιμοποιήθηκαν όσα προαναφέρθηκαν αλλά και άλλα απίστευτα παρόμοια που δεν μπορούν να περιληφθούν στα πλαίσια μιας συνέντευξης. Αυτομάτως όμως το ερώτημα υπερβαίνει το νομικό και μόνον ενδιαφέρον, προσλαμβάνοντας δραματικές διαστάσεις, όταν αναλογίζεται κανείς πως το τέρμα των δρόμων αυτών ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα και μάλιστα, κατά την τότε Ποινική Δικονομία, χωρίς δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ποτέ, λοιπόν, δεν απαντήθηκε ο ακόλουθος προβληματισμός: Κάθε δικαστική κρίση, ως έργο ανθρώπινο, υπόκειται φυσικά στον κίνδυνο σφάλματος ή πλάνης. Και μόνη η ύπαρξη πολλών βαθμών δικαιοδοσίας (με τα σημερινά –τουλάχιστον– δεδομένα), καταδεικνύει το αποδεκτό του ενδεχομένου σφάλματος, χωρίς ποτέ άλλοτε να έχει προκληθεί τέτοια συλλογική καταφορά. Στα πλαίσια, λοιπόν, του κοινώς αποδεκτού αυτού τόπου, τι ήταν αυτό, που στην περίπτωση Παγκρατίδη τόσο έντονα προκάλεσε την κοινή γνώμη και σχεδόν μετωπικά συγκρούσθηκε με την κοινωνία; Η εξήγηση, παρά την πολυπλοκότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης, δίνεται στο βιβλίο, και αυτό το καθιστά – τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου – διαφορετικό απ’ ότι μέχρι τώρα έχει γραφεί.

Δεν μπορώ εύκολα να μιλήσω για μήνυμα του βιβλίου, επειδή αυτό είναι κυρίως ενδελεχής έρευνα στοιχείων. Αυτονόητο, φυσικά, είναι πως κάθε αναγνώστης πιθανώς θα βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, χωρίς όμως αυτά να είναι ευθύ μήνυμα του συγγραφέα.

Α.Κ: Τελικά πλήρωσε ένας αθώος με τη ζωή του για τους άλλους;

Κ.Λ:  Δεν μπορώ να γνωρίζω για ποιους άλλους καταδικάσθηκε ο Αρίστος, αλλά από τα στοιχεία της δίκης αυτής σαφέστατα προκύπτουν συγκλονιστικά στοιχεία που πλήρως αντιστρατεύονται την έννοια και την ουσία μιας δίκαιης δίκης. Για πρώτη δε φορά αποκαλύπτεται στο βιβλίο (και αυτολεξεί παρατίθεται) το πρακτικό μειοψηφίας. Η καταδικαστική απόφαση δεν ήταν ομόφωνη. Παρά το ότι η καταλυτική αυτή παράμετρος ουδέποτε μέχρι σήμερα έγινε γνωστή, το σκεπτικό της μειοψηφίας είναι τόσο σημαντικό ώστε θα άξιζε να καταχωρηθεί αυτούσιο. Ο εφέτης Σπυρίδων Κόλλας δεν αντικρούει απλώς τα «ενοχοποιητικά» σε βάρος του κατηγορουμένου στοιχεία, αλλά πλήρως κονιορτοποιεί τις απίστευτες μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν της παραπομπής του Παγκρατίδη, μη διστάζοντας να χαρακτηρίσει με τους εντονότερους χαρακτηρισμούς και τα πρόσωπα που συνήργησαν στην πρωτοφανή αυτή διαδικασία. Η μειοψηφία αυτή αποτελεί – τουλάχιστον κατά την άποψή μου – μνημείο όχι μόνο ευθυκρισίας αλλά και τόλμης «φωτογραφίζοντας» με τον πιο έγκυρο τρόπο τα όσα τραγικά συνέβησαν στην υπόθεση αυτή. Χαρακτηριστικά:

α) Για τον βασανισμό του στην Αστυνομία: «Αι προανακριτικαί απολογίαι του κατηγορουμένου δεν υπήρξαν αβίαστοι, αλλά ελήφθησαν κατόπιν πολυημέρων πιέσεων των αστυνομικών οργάνων…κλπ».

β) Για τις αναπαραστάσεις των εγκλημάτων «Αι εκθέσεις αύται απώλεσαν εκ της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας οιανδήποτε αξίαν, καθ’ όσον απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος δεν οδηγήθη εις τον τόπον των εγκλημάτων μόνον τας φοράς περί ων συνετάγησαν αι εκθέσεις αύται, αλλά και άλλας προγενεστέρας περί ων δεν συνετάγησαν εκθέσεις…κλπ».

γ) Για τις «εξομολογήσεις» του στον πραγματογνώμονα – ψυχίατρο.

«Η πραγματογνωμοσύνη του ιατρού Αγ. ΔΙακογιάννη εμφανίζει σοβαρότατον μειονέκτημα, κλονίζον εκ βάθρων την όλην αυτής υπόστασιν, διότι η παρά του ιατρού αυτού εξέτασις του κατηγορουμένου εγένετο επί παρουσία των οργάνων της προανακρίσεως…κλπ».

Πέρα απ’ τα παραπάνω, το Δικαστήριο αρνήθηκε να δει τα δακτυλικά αποτυπώματα στα εγκλήματα (που ήταν διαφορετικά από αυτά του Παγκρατίδη, αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τις ομάδες αίματος (που επίσης ήταν διαφορετικές από τη δική του), απέρριψε την κατάθεση της μοναδικής μάρτυρος που αντίκρυσε «κατά πρόσωπο» τον δράκο και κατέθεσε πως δεν ήταν ο κατηγορούμενος και με κάθε τρόπο παρεμπόδιζε διαρκώς το έργο της υπεράσπισής του.

Μετά ταύτα, για να χρησιμοποιηθούν τέτοια μέσα για την καταδίκη του, εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως προφανώς ήταν αθώος.

Α.Κ: Σε τι θεωρείτε ότι υστερούμε σαν κοινωνία;

Κ.Λ:  Δυστυχώς δεν είναι ένα μόνον το στοιχείο υστέρησης μας. Η κοινωνία είναι συνολικά πια προβληματική σε όλες τις βασικές της λειτουργίες. Σεις ως δημοσιογράφος καλύτερα από εμένα γνωρίζετε τα προβλήματα στην παιδεία, την υγεία, τη δικαιοσύνη και σε όλους σχεδόν τους τομείς του δημόσιου βίου της χώρας. Με δυο λόγια το πρόβλημα εστιάζεται στη μεγάλη διαφορά μεταξύ των λόγων και των έργων. Στα λόγια όλα λειτουργούν άψογα αφού πάντοτε οι εκάστοτε αρμόδιοι τα βλέπουν όλα τέλεια. Στην καθημερινή όμως πραγματικότητα, απείρως περισσότερες είναι οι δυσλειτουργίες της κοινωνίας από τα λυμένα προβλήματά της. Το βασικό λοιπόν κριτήριο για την αξιολόγηση μιας κοινωνικής πραγματικότητας, είναι η διαφορά ανάμεσα στις θεωρητικές προβλέψεις και στην εμπειρική πραγματικότητα.

Α.Κ: Πώς πιστεύετε ότι φτάνει κάποιος σε εγκληματική ενέργεια;

Κ.Λ: Η απάντηση είναι εξαιρετικά δύσκολη για δύο – κυρίως – λόγους: Ο πρώτος είναι η διαφορετική προσωπικότητα κάθε ανθρώπου, που διαφορετικά καθένας αντιδρά στα όποια ερεθίσματα. Ο δεύτερος είναι η τεράστια ποικιλία των αιτίων που, σε διαφόρους συνδυασμούς και με διαφορετική ένταση περιβάλλουν τον άνθρωπο. Κάποιες όμως γενικές απόψεις, φαίνεται να έχουν ισχύ ως εγκληματοπροκλητικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα:

– Η ακραία φτώχεια, όταν αυτή οδηγεί σε στέρηση και των απολύτως αναγκαίων για την επιβίωση.

– Η διαρκής αναφορά στη βία ως μέσον επίλυσης των διαφορών και η εξ αυτής εξοικείωση του ανθρώπου μ’ αυτήν. Όταν κανείς καθημερινά βομβαρδίζεται με τις περιγραφές πάσης φύσεως εγκλημάτων, φθάνει κάποια στιγμή η εικόνα αυτή να προσλαμβάνεται σαν καθημερινή και συνηθισμένη πρακτική.

– Η αφελής πίστη του δράστη πως δεν πρόκειται να τιμωρηθεί για την πράξη του, είτε γιατί δεν θα συλληφθεί καν, είτε γιατί γνωρίζει πως η ποινή που τελικά θα εκτίσει θα είναι μικρή.

– Το ανεξέλεγκτο πάθος, κατά το οποίο στιγμιαία «θολώνει» το μυαλό, ελαχιστοποιείται η λογική και αποφασίζεται το έγκλημα (συνήθως αποτρόπαιο), για ζήτημα που θα μπορούσε να λυθεί με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη.

Αυτά, φυσικά, είναι ελάχιστα μπροστά στο σύνολο των παραγόντων, και αποτελούν μόνο μια αδρή σκιαγράφηση του πλαισίου της εγκληματικότητας. Από εκεί και πέρα υπεισέρχονται παράμετροι και προϋποθέσεις που ούτε να αναφερθούν μπορούν σε ένα σύντομο σημείωμα.

Α.Κ: Τι έχει συντελέσει την αύξηση των γυναικοκτονιών;

Κ.Λ: Η αύξηση αυτή είναι απόρροια όσων προηγουμένως επεσημάναμε. Πρόσθετο εδώ στοιχείο, είναι η λεγόμενη άδηλη εγκληματικότητα. Δυστυχώς, η επί σαράντα χρόνια εμπειρία μου στη Δικαιοσύνη, δείχνει ότι τα εγκλήματα για τα οποί με ρωτάτε είναι μικρό μόνο μέρος της πραγματικότητας. Ακράδαντα πιστεύω πως πολύ μεγαλύτερος αριθμός γυναικών βιάζονται, κακοποιούνται, βασανιζονται χωρίς να αποφασίζουν (ή να τολμούν) να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό τους. Αυτό, έχει παγιώσει στους βίαιους χαρακτήρες πολλών ανδρών την αίσθηση της ουσιαστικής ατιμωρησίας, άποψη που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Παραπέρα αποτέλεσμα της αίσθησης αυτής είναι η επίταση των κακοποιητικών αυτών συμπεριφορών, με ευθύνη όμως και της ίδιας της κοινωνίας: Έχει πολλές φορές αποδειχθεί ότι χρόνιες κακοποιήσεις γίνονται αντιληπτές από γείτονες, φίλους ή συναδέλφους των γυναικών, χωρίς ποτέ αυτοί να παρέμβουν στο ίδιο το ζευγάρι ή στις αρμόδιες αρχές. Αυτή η διστακτικότητα, η φοβία, η σκέψη του «που να μπλέξουμε τώρα» δημιουργεί και συντηρεί ένα «κέλυφος» προστασίας του δράστη, που θεωρεί πως είναι απολύτως ασφαλής στη συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του.

Α.Κ: Αν ανοίγατε φτερά που θα θέλατε να πετάξετε;

Κ.Λ:  Χωρίς δισταγμό, στον επίγειο παράδεισο που είναι η φύση. Αν μπορούσα μόνιμα να είμαι εκεί, δεν θα επιθυμούσα τίποτα από τη ζωή που μέχρι τώρα έζησα στις μεγαλουπόλεις. Η μέχρι τώρα ζωή μου, ίσως λόγω και του επαγγέλματος ήταν σε μεγάλα αστικά κέντρα και ιδίως στη Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς όμως ποτέ δεν είναι αργά για να ανοίξει κανείς τα φτερά του για οπουδήποτε αλλού. Για μένα, αυτό το ονειρεμένο «αλλού» ήταν και είναι η φύση.

Α.Κ: Έχετε κάποιο μότο στη ζωή σας;

Κ.Λ: Ναι, το μόνο μότο που έχω είναι η απλή, απλούστατη φράση: «Πριν προσπαθήσεις να διορθώσεις τον κόσμο, διόρθωσε τον εαυτό σου». Αν όλοι το προσπαθούσαμε, και ο κόσμος, σχεδόν αυτόματα, θα γινόταν καλύτερος.

Αριστέα Κοντόζογλου

Δημοσιογράφος