Η Ρητίνη και οι Ρητινιώτες στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα

Σύμφωνα με μαρτυρίες και τη λαϊκή παράδοση η Ρητίνη αποτελούσε χώρο συγκέντρωσης των οπλαρχηγών και ήταν το κρησφύγετο των Ελλήνων κλεφτών και αρματολών, ήταν κρησφύγετο ανταρτών με τους οποίους συνεργάστηκαν οι φιλοπάτριδες Ρητινιώτες. 

Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στα σχέδια για τη διατήρηση της επαναστατημένης περιοχής, εντάσσονται και οι ενέργειες και οι αιχμαλωσίες εκπροσώπων των μεγάλων Δυνάμεων που επισκέπτονται τη Μακεδονία.

Αυτό γίνεται από τους λήσταρχους για να συγκινήσουν την Ευρώπη για το δίκαιο του αγώνα τους. Έτσι στην Κατερίνη ο Καπετάν Νίκος (γνωστός στο χωρίο μας ως ΚραϊοΝίκος) κρατούσε αιχμάλωτο τον Άγγλο συνταγματάρχη Σιγκ το 1880.  Ο Άγγλος πρόξενος έρχεται στην Κατερίνη για διαπραγματεύσεις και ύστερα από καταβολή πολλών χρυσών λιρών πετυχαίνει την απελευθέρωση του συνταγματάρχη με τη μεσολάβηση του Μητροπολίτη  Κίτρους.

Δεκάδες ελληνικών σωμάτων δρουν δυναμικά στην Πιερία που πλαισιώνονται από ντόπιους αγωνιστές αλλά και από την βοήθεια που παρέχει ο αείμνηστος Επίσκοπος Παρθένιος Βαρδάκας που έχει ενστερνιστεί τα μεγάλα μηνύματα της εποχής και συμβάλει αποφασιστικά στην Πιερία. Σε διαρκή επαφή με  τον Ματαπά οργανώνει εθνικές επιτροπές και σώμα πεζοπόρων οδηγών  – ταχυδρόμων για την ασφαλή διέλευση προς το εσωτερικό της Μακεδονίας και τη μεταφορά όπλων. Από πλευράς στρατιωτικών γεγονότων αναφέρεται η εξόντωση 15 Βουλγάρων που περιφέρονται στα Πιέρια σαν καρβουνιάρηδες.

Η δράση του Καπετάν Ματαπά (Μιχαήλ Αναγνωστάκου) μνημονεύονταν μέχρι πρόσφατα από τους γέροντες της περιοχής μας, που μεταφέρουν τις ιστορίες των παππούδων.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Στέφανο Παπαδόπουλο, ο Δουμπιώτης, ο αρχηγός της Επανάστασης του Ολύμπου υπακούοντας στις παρακλήσεις των ντόπιων αφήνει αφρούρητο το Λιτόχωρο και για να επιτεθεί στην Τόχοβα (Τρίλοφο) προχώρησε προς βορρά χρησιμοποιώντας τον γνωστό και κρυφό δρόμο και ύστερα από πορεία τεσσάρων ημερών ανάμεσα από τα χωρία Βροντού, Ζιάζιακος (Λόφος ), Ρητίνη και Δριάνιστα (Μοσχοπόταμος) φτάνει στην Ράντανη (Ρυάκια) με 400 εθελοντές και 65 Λιτοχωρίτες και εκεί συναντιέται  με τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο.

Την ίδια πληροφορία μας δίνει ο Θεσσαλός αγωνιστής Αθανάσιος Κοκοράβας χρησιμοποιώντας τον ίδιο δρόμο προς την βόρεια Πιερία πάλι μέσω των χωριών Βροντούς, Λόφου (Ζιάζιακος), Ρητίνης, Δριάνιστα (Μοσχοπόταμος),  Ράδιανης (Ρυάκια) μαζί με τον ανθυπολοχαγό Τζήμα και άλλους αξιωματικούς.

Επίσης μετά την αποτυχία  της επανάστασης του Ολύμπου και των Πιερίων δεν είχαν μείνει παρά μερικές ολιγομελείς ομάδες ληστανταρτών (300 περίπου άνδρες συνολικά) με επικεφαλής ντόπιους κλεφταρματολούς όπως οι Βαγγέλης Χοστέβας, Παναγιώτης Καλόγερος, Τσέλιος Τρουμπούκης, Γιάννης Λιάκος, Ηλίας Ζαρκάδας, Δήμος Γκατζάρας. Αφού συγκρούστηκαν τον Ιούλιο με τουρκικά αποσπάσματα στον Όλυμπο, αργότερα επέστρεψαν στα Πιέρια  και είχαν ως έδρα τους το χωριό Ρητίνη. Από εκεί απευθύνθηκαν στον πρόξενο της Θεσσαλονίκης Βατικιώτη, ζητώντας να μάθουν αν επρόκειτο να γίνει  σύντομα νέα επαναστατική κίνηση στην Μακεδονία. Ο Βατικιώτης πίστευε ότι πρέπει να διατηρηθεί ένας επαναστατικός πυρήνας στην περιοχή Ολύμπου – Πιερίων και να ενισχυθεί το πειθαρχημένο σώμα του Βαγγέλη Χοστέβα και του Παναγιώτη Καλόγερου. Τελικά όμως το σώμα εξαιτίας της κακοκαιρίας του χειμώνα και κυρίως από έλλειψη πολεμοφοδίων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ρητίνη και να υποχωρήσει στην Θεσσαλία.

     Ενδιαφέρουσα είναι και η πορεία κατά την άνοδο του προς την Μακεδονία, (Φεβρουάριος 1906) που ακολούθησε ο επιλοχίας Υλικού του ελληνικού στρατού Παναγιώτης Παπατζανετέας, με οδηγίες του Λάμπρου Κορομηλά,  που μέσω Λαρίσης κατευθύνθηκαν προς το χωρίο Μπουσουλάρι,  όπου έμειναν κρυμμένοι 24 ώρες και μαζί με τον οπλαρχηγό Ιωάννη Σακελλαρόπουλο πέρασαν το συνοριακό φυλάκιο στο Αργυροπούλι. Το Πάσχα μέσω Κοκκινοπλού και Ρητίνης (τον ίδιο δρόμο πάλι), έφτασαν στον Αλιάκμονα όπου συνάντησαν τον ανθυπολοχαγό Ρόκκα (Καπετάν Κολιό). Διέσχισαν τον Αλιάκμονα με συρόμενη βάρκα για να φτάσουν στο χωρίο Μέτσι, απ’ όπου ανεχώρησαν την νύχτα για την λίμνη των Γιαννιτσών, την καλύβα της Τούμπας ή Τριχωβίτσας που ήλεγχε ο Καπετάν Ματαπάς.

Μεγάλο ρόλο παίζει και το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου σε όλη την περιοχή της Πιερίας που ήταν το επιχειρησιακό κέντρο και τόπος συνάντησης και φιλοξενίας των ένοπλων σωμάτων. Αποτελούσε κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα έναν κορυφαίο χώρο συνάντησης και κρησφύγετο των οπλαρχηγών . Η μονή Αγίου Γεωργίου δεν υστέρησε έναντι άλλων μονών του ολυμπικού και πιερικού χώρου. Πρόσφερε καταφυγή, ασφάλεια, τροφή και περίθαλψη, σε όσους κατατρεγμένους ραγιάδες κατέφευγαν στην προστασία της, αλλά και συνδρομή και κάθε είδους βοήθεια στα κλέφτικα σώματα ή στα αντάρτικα τμήματα, που κατευθύνονταν στο Βέρμιο – Πάικο ή και βορειότερα, σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Τα ανωτέρω βεβαιώνονται από την πλούσια προφορική παράδοση των κατοίκων της Ρητίνης αλλά και των γειτονικών χωριών Βρύας, Ελατοχωρίου (Σκουτέρνας), Δριάνιστας (Μοσχοπόταμος), επιβεβαιώνονται όμως και από γραπτές μαρτυρίες αγωνιστών  – σωματαρχών.

Ο μακεδονομάχος Σταυρόπουλος γνωστός στα Πιέρια ως καπετάν (Κόρακας) αναφέρει σε άλλο μέρος των απομνημονευμάτων του:

«… Περπατώντας με αφάνταστη δυσκολία μέσα στην βροχή και στο πηκτό σκοτάδι, φτάσαμε το άλλο πρωί  σε ένα μοναστήρι κάτω από το χωρίο Ρετίνιανη και εκεί ζητήσαμε καταφύγιο, όσο να ξεκουραστούμε και να ξαναξεκινήσουμε. Μόλις η βαριά ξύλινη πόρτα του μοναστηριού έκλεισε πίσω μας και έπεσε η μεγάλη σιδερένια αμπάρα, ανασάναμε όλοι με ανακούφιση. Ο ηγούμενος του μοναστηριού δε σου έδινε με την πρώτη ματιά την ιδέα ενός συνηθισμένου ιερέα. Ψηλός ως εκεί πάνω, χωρίς καθόλου γένια και μουστάκια, φάνταζε πιο πολύ για αντάρτης παρά για παπάς. Λεγόταν παπά Μάρκος και ήταν ένας αληθινός πατριώτης. Ένας λεβεντάνθρωπος που το έλεγε η ψυχή του. Μέσα στο μοναστήρι διατηρούσε μια σπουδαία οπλοθήκη που την συντηρούσαν οι ίδιοι οι καλόγεροι και την μεταχειρίζονταν κιόλας κάθε φορά που το θέλε η ανάγκη.

Ο παπά  Μάρκος με περιποιήθηκε αφάνταστα, μας φίλεψε με ό,τι είχε και μας έστρωσε να κοιμηθούμε κοντά στο παραγώνι. Η φωτιά που τρεμόπαιζε μέσα στο τζάκι ήταν για μας βάλσαμο σωστό.

Οι άνδρες μου (41 άνδρες) ύστερα από ένα γερό φαγοπότι κοιμόταν τώρα ξένοιαστοι στη ζεστασιά. Εμένα όμως δεν με κολλούσε ύπνος. Φοβόμουνα τους τούρκους. Ανησυχούσα. Από ώρα σε ώρα κάποιος μπορούσε να μας προδώσει και να μας πιάσουν σαν τα ποντίκια στην φάκα. Ο ηγούμενος το κατάλαβε φαίνεται και , σαν είδε δεν είχα ύπνο, φώναξε σε ένα μικρό καλογεράκι….. «Βάλε τον τζεσβέ παιδί μου στην φωτιά». Ύστερα γυρνώντας σε μένα: «Σήκω καπετάνιε είπε. Μη βολοδέρνεις, αφού δεν έχεις ύπνο. Σήκω να πιούμε το καφεδάκι μας και να τα πούμε». Ύστερα από λίγο έπινα καφέ καθισμένος σταυροπόδι, μια πολυτέλεια που καιρό την είχα  στερηθεί και συζητούσα ήσυχα με τον παπά Μάρκο.  Η νύχτα έπεφτε και έπρεπε να ξυπνήσω τους άνδρες μου, και να ξεκινήσω πάλι με κατεύθυνση την λίμνη των Γιαννιτσών όπου και θα λημέριαζα. Ζήτησα από τον παπά Μάρκο να μου δώσει λίγο ψωμί και αφού το μοίρασα στους άνδρες μου, ευχαρίστησα θερμά τον ηγούμενο που τόσο θερμά μας φιλοξένησε. Κίνησα με τα παλικάρια πάλι. Όλη τη νύχτα περπατούσαμε και σαν έπεσε το σκοτάδι προχωρήσαμε στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων.

     * Κατά την τοπική παράδοση ο ηγούμενος παπά Μάρκος ήτανε Ρητινιώτης αγωνιστής του 1878 στο σώμα του επισκόπου Νικολάου με το επώνυμο Νέστωρας.

     Σε όλες τις προσπάθειες των ολυμπίων να ελευθερώσουν τον τόπο τους από τους δυνάστες, τούτη η μικρή μονή έχει το δικό της μεγάλο μερίδιο προσφοράς, στηρίζοντας και ενισχύοντας με πολλούς τρόπους   τον ελληνισμό της βορειοδυτικής Πιερίας. 

Από τη Ρητίνη κατάγονταν οι Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί

Γεώργιος Θωμόπουλος ή Γκόγκος. Γεννήθηκε στην Ρητίνη το 1866 και απεβίωσε το 1952. Από τις αρχές του Μακεδονικού αγώνα εντάχθηκε ως οπλίτης στις αντάρτικες ομάδες που δρούσαν στην περιοχή. Σύντομα αναδείχθηκε σε οπλαρχηγός και συγκρότησε δική του ένοπλη ομάδα, της οποίας τέθηκε επικεφαλής και έμεινε γνωστός με το προσωνύμιο καπετάν Γκόγκος.

Έδρασε με την ομάδα του στην περιοχή του Ολύμπου με κύρια αποστολή την βοήθεια των ελληνικών πληθυσμών από τις οθωμανικές αυθαιρεσίες, την παροχή ασφάλειας στις εφοδιοπομπές που κατευθύνονταν προς τη Μακεδονία από το ελεύθερο Ελληνικό κράτος και την αναχαίτιση της ρουμανικής προπαγάνδας σε βάρος των βλαχόφωνων . Ιδιαίτερα αμείλικτος στάθηκε εναντίον των ηγετών της ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή, Χατζηγώγου και Τζέγκα. Συνεργάσθηκε με τον συντοπίτη του οπλαρχηγό Νικόλαο Στρεμπίνο (Μακεδονομάχος οπλαρχηγός από την Κατερίνη) καθώς και με τον στρατιωτικό Νικόλαο Ρόκα και τον καπετάν Ματαπά (Μιχαήλ Αναγνωστάκο) και τον  Φραγκίσκο (Μαλέα).

Κατά το φθινόπωρο του 1907 ο Ματαπάς αναχώρησε από την Πιερία και την θέση κατέλαβε ο υπαρχηγός Φραγκίσκος μαζί με τον Καπεταν  Γκόγκο και τον Νικόλαο Στρεμπίνο.

Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων και  τη χορήγηση αμνηστίας στους εμπόλεμους αντάρτες ο Γεώργιος Θωμόπουλος παρέδωσε τα όπλα, αφού φυγάδευσε την οικογένεια του, η οποία διώκονταν από τις τούρκικες αρχές. Ο ίδιος παρέμεινε σε ετοιμότητα και μετά από λίγο καιρό, ανέλαβε πάλι δράση για να προστατεύσει τους Ελληνικούς πληθυσμούς.

Σύμφωνα  με τις πληροφορίες του Αλέξανδρου Ζάννα στην εξιστόρηση του για την συμβολή των ληστανταρτών αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής χαρακτηριστικά:

«Οι άλλοι λησταί που παρουσιάστηκαν ήταν οι περισσότεροι χωρικοί από την περιφέρεια Ολύμπου, αγράμματοι, κακόμοιροι, ελεεινοί στην όψη, εξαίρεση αποτελούσε ο Καπετάν Γκόγκος που ήτανε συμπαθητικός και τίμιος, άνδρας γενναίος από την Ρετίνιανη, είχε βγει στο βουνό, γιατί αναγκάστηκε να σκοτώσει δύο τούρκους που τυραννούσαν την περιφέρεια». Πήρε μέρος ως εθελοντής με το σώμα του, στους βαλκανικούς πολέμους.

Θωμόπουλος Βασίλειος Γεννήθηκε στη δεκαετία του 1880, στη Ρητίνη. Αγωνίσθηκε κατά το Μακεδονικό Αγώνα, ως οπλαρχηγός έχοντας συγκροτήσει ένοπλο σώμα. Ο Βασίλειος Θωμόπουλος  αντιμετώπισε τη ρουμανική προπαγάνδα που δρούσε στην περιοχή καθώς και τις οθωμανικές αυθαιρεσίες κατά των ντόπιων ελληνικών πληθυσμών, ως ομαδάρχης ελληνικών αντάρτικων σωμάτων. Συνέβαλε με το σώμα του επίσης στην απρόσκοπτη  μεταφορά πολεμοφοδίων από την ελεύθερη  Ελλάδα μέσω της Πιερίας στην υπόλοιπη Μακεδονία.

Γραμματικός  Ιωάννης Ο Ιωάννης  Γραμματικός καταγόταν από την Ρητίνη και έδρασε ως Πράκτορας Γ΄ Τάξης . Ήταν επιφορτισμένος να διαβιβάζει εντολές και πληροφορίες στα αντάρτικα σώματα της περιοχής. Επίσης, διετέλεσε πρόεδρος της τοπικής Εθνικής Επιτροπής.

Παπανικολάου Νικόλαος Ο Παπανικολάου Νικόλαος γεννήθηκε στην Ρητίνη και έδρασε ως οπλίτης.

Σιασόπουλος Αθανάσιος O Σιασόπουλος Αθανάσιος καταγόταν από την Ρητίνη και έδρασε ως οπλίτης.