ΤΟ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΤΑΚΗ – Γράφει η Πένυ Βερβέρη

– Ναι, αυτός είναι

– Είστε σίγουρη; Αν δεν αισθάνεστε καλά, πάμε λίγο πιο κει να ηρεμήσετε

– Θέλω να φύγω από δω

Ο αστυνομικός συνόδεψε την Λόλα έξω απ’ το νεκροτομείο. Της έδωσε να υπογράψει ένα έντυπο για την αναγνώριση «έτσι γίνεται στις σωρούς που μένουν στα αζήτητα των νεκροτομείων» της εξήγησε κι έφυγε

Ναι, ήταν ο Τάκης. Που ίσως να είχε βαφτιστεί Αλέξανδρος ή Ιβάν ή Γκεόργκι.  Δεν είδε ποτέ το διαβατήριό του. Ήταν ο Τάκης από το Βορόνεζ, κοντά στις όχθες του Ντον, που της ζήτησε δουλειά όταν αυτή είχε ενδιαφερθεί για τους πίνακές του. Οποιαδήποτε δουλειά για να πάρει την πολυπόθητη πράσινη κάρτα. Έτσι είχε βρεθεί το τηλέφωνο της Λόλας σ’ ένα χαρτάκι στην τσέπη του πτώματος επάνω στο παγκάκι.

Δεν πρόλαβε να τον βοηθήσει

Οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να πέφτουν μόλις βγήκε στο προαύλιο του νοσοκομείου, η Λόλα όμως δεν άνοιξε την μικρή ομπρέλα που κουβαλούσε πάντα στην τσάντα της.

Ακόμα σοκαρισμένη απ’ το θέαμα του νεκρού Ρώσου, μουρμούρισε

– Πόσο γρήγορα έφυγες βρε Τάκη, λίγους μήνες μόνο στην Ελλάδα

Η φωνή του Τάκη, που ακούστηκε μαζί με τον ήχο απ’ τις χοντρές σταγόνες της βροχής, δεν την ξάφνιασε. Ούτε τα άψογα ελληνικά του

– Κουράστηκα. Εξαντλήθηκα να κυνηγώ τα όνειρά μου στις χώρες που ταξίδεψα

– Δεν μου μίλησες για τα όνειρά σου

– Τα ζωγράφιζα στους πίνακες που προσπαθούσα να πουλήσω

– Νόμιζα πως ήταν μνήμες απ’ τη χώρα σου

– Το κίτρινο είναι το χρώμα της μνήμης. Η θλίψη είναι γκρίζα. Η απογοήτευση είναι μωβ, η χαρά είναι πράσινη και η μοναξιά γαλάζια

– Έτσι βιώνεις τα χρώματα εσύ;

– Καθένας έχει τα χρώματά του, εγώ αγαπώ το πορτοκαλί

– Ο πίνακας που βρέθηκε δίπλα σου ήταν ένας μεγάλος πορτοκαλής ήλιος

– Έτσι ήθελα να ζήσω

– Δεν έζησες, δεν περίμενες. Θα σου έβρισκα δουλειά

– Στην πατρίδα μου σπούδαζα ζωγραφική, όμως οι μεγάλες αλλαγές μ’ ανάγκασαν να φύγω. Κουράστηκα να αντιστέκομαι στους νεόπλουτους πρώην κομμουνιστές που σε μια μέρα έγιναν πιο φανατικοί κι απ’ τον Στάλιν, αρπάζοντας όσα είχαμε καταφέρει να κρατήσουμε

– Τι κρατούσατε;

– Τη Μαύρη γη, το τσερνοζιόμ. Είναι το πιο εύφορο χώμα στον κόσμο, που υπάρχει μόνο στην πατρίδα μου και κάπου στον Καναδά. Ατελείωτα χωράφια με μηλιές, αχλαδιές, στάρια και πολλά λουλούδια

– Τα πήραν όλα;

– Πολυεθνικές σε όλη τη γραμμή από νότια Σιβηρία και Ρωσία ως την Ουκρανία.

– Γι αυτό έφυγες;

– Πώς να ζήσω χωρίς σπίτι, με μεροκάματα σε είδος, χωρίς διέξοδο… Ποιος αντέχει;

– Με υπομονή και κουράγιο θα έβρισκες λύση

– Πεινασμένος στην πατρίδα μου, άχρηστος βρωμορώσος στην Πολωνία, ανάξιος κομμουνιστής στη Γερμανία και λαθρομετανάστης στη χώρα σου.

– Αλλά είσαι ζωγράφος

– Δεν είμαι τίποτα πια. Είμαι μια γραμμή που χάνεται στο πουθενά. Ένας παράνομος καλλιτέχνης που επιβίωσε τρώγοντας κλωτσιές, ο σάκος του μποξ για τους πατριώτες κάθε χώρας που με θεωρούσαν υπεύθυνο για την δική τους μιζέρια

– Όχι, δεν είναι έτσι

– Είναι! Ή μάλλον ήταν, δέκα οδυνηρά χρόνια. Ξέρεις τι κατάφερα τόσο καιρό;

– Πες μου

– Αγόραζα ρολά χαρτί, μολύβια, γκουάζ λαδομπογιάς και πάνω στα πεταμένα κόντρα πλακέ που μάζευα, συνέχισα να ζωγραφίζω.

– Βιάστηκες να φύγεις

– Το πάρκο στη γειτονιά σου ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Είναι μεγάλο και φροντισμένο, νόμισα ότι θα μπορούσα να επιβιώσω ζωγραφίζοντας γελαστές παιδικές φατσούλες ή παιχνιδιάρικα σκυλάκια που κάνουν τη βόλτα τους. Απογοήτευση για μια ακόμη φορά… Ήμουν απλά ο λάθρο που μόλυνε τις πεντακάθαρες ζωές του αστικού μικρόκοσμου μιας καθαρής περιοχής. Τόσο καθαρής, που οι δήθεν φιλόζωοι άφηναν αργά το βράδυ μεγάλες δόσεις ποντικοφάρμακου μέσα σε λουκάνικα Φραγκφούρτης. Για τα αδέσποτα που τολμούσαν να περάσουν τον φράχτη

– Κι εσύ τα μάζευες…

– Χόρτασα με ωραία γεμιστά λουκάνικα. «Πήγα χορτάτος», έτσι δε λέτε;

– Πώς μπόρεσες, δεν είναι δυνατόν

– Όταν έχεις ξεγράψει από μέσα σου την ελπίδα, όλα είναι δυνατά. Και το όνομά μου ήταν Αντρέι.