Την επτάχρονη νύχτα, 67-74 την πλήρωσαν πανάκριβα επώνυμοι και ανώνυμοι συμπατριώτες μας γιατί είχαν την ατυχία να δηλώσουν άλλοι φανερά και άλλοι κρυφά την εναντίωση τους, στους αυτόκλητους …εθνοσωτήρες. Ιδιαίτερα οι ανώνυμοι, αυτοί που τράβηξαν τον ανήφορο του προσωπικού τους Γολγοθά, σιωπηλοί και με Ιώβεια υπομονή και καρτερία πιστοί και δεδομένοι στο όνειρο της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της άλλης κοινωνίας που οραματίστηκαν. Και είναι φυσικό να μην έχει έχουν γίνει γνωστά παντού τα πάθη και τα βάσανα τους, γιατί δεν ήσαν και λίγοι, μα και γιατί ποτέ δεν επιδίωξαν την προβολή και την αναγνώριση από κανένα, της προσωπικής τους προσφοράς και των θυσιών τους, για την εμπέδωση των πολιτικών ελευθεριών και της δημοκρατίας στη χώρα μας. Ξέρουν όμως και είναι πλήρως ικανοποιημένοι γιατί ο αγώνας τους ήταν και είναι καταγεγραμμένος ανεξίτηλα στη συλλογική λαϊκή μνήμη και ο περίγυρος του καθενός από αυτούς γνωρίζει και τιμά τα πεπραγμένα τους.
Ο γείτονας από την πρώτη στιγμή που το ραδιόφωνο ανήγγειλε το πραξικόπημα, ετοίμασε το μπογαλάκι με τα απαραίτητα, περιμένοντας τους…συνήθεις επισκέπτες του. Τους γνώριμους από τα παλιά, την πολύχρονη παρέα του στα …παραθεριστικά θέρετρα του Αιγαίου και της ενδοχώρας. Παλιός αντάρτης στον ΕΛΑΣ, δραστήριος αργότερα με την ΕΔΑ, ήξερε πως από ώρα σε ώρα θα έπαιρνε το δρόμο για την νέα παραθεριστική περιήγηση. Όπως και έγινε μια εβδομάδα αργότερα. Ο γιός του, συνομήλικος του υποφαινόμενου και φίλος παιδικός, κόντευε να τελειώσει το Γυμνάσιο και ετοιμαζόταν για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Τζάμπα ετοιμασία δηλαδή, γιατί αν και άριστος σχεδόν μαθητής, στερούνταν του πλέον πολύτιμου πράγματος, του πιο αποφασιστικής σημασίας εφοδίου που θα του έδινε την ευκαιρία να συναγωνιστεί τους άλλους στην επιτυχία. Σκόνταψε ο φιλαράκος στο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, κι έτσι πήγε άκλαυτος, αν και έγραψε πολύ καλά.
Την Άνοιξη του 72 βρεθήκαμε εκπαιδευόμενοι ως νεοσύλλεκτοι στο Χαϊδάρι. Σε εκείνα τα γκρίζα, καταθλιπτικά κτίρια και στους εξωτερικούς χώρους κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης, συνήθως δίνονταν το παράγγελμα για τραγούδι. Το ρεπερτόριο άρχιζε με το ΄΄έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή….΄΄ και έληγε με το ΄΄21η του Απρίλη, αλησμόνητη θα μείνει….’’. Να που ο φίλος όμως, ψέλλιζε, δεν τραγουδούσε η και παρέμενε σιωπηλός, ώσπου έγινε αντιληπτός από τον διοικητή. “Εσύ ρε, γιατί δεν τραγουδάς;” Κάτι μουρμούρισε ο συνάδελφος, για να εξαγριωθεί για τα καλά ο διοικητής, και να τον διατάξει μόνος τώρα και με σθεναρή φωνή, να τραγουδήσει την κουκλίτσα. Καθηλωμένοι οι υπόλοιποι και με φανερή στα πρόσωπα την αγωνία, παρακολουθούσαμε την ανεπανάληπτη σκηνή. Τι σκηνή, δηλαδή, το μαρτύριο πες καλύτερα του συνάδελφου που με τρεμάμενη φωνή, σχεδόν κραυγή απελπισίας, τραγουδούσε, κλαίγοντας. Και λέμε κλαίγοντας γιατί πράγματι κάποια στιγμή τα μάγουλα του αυλάκωσαν δυο δάκρια. Ακατάρριπτη, ανίκητη στο χρόνο εκείνη η εικόνα, αξέχαστη η καταθλιπτική σιγή που ακολούθησε, ίδια και απαράλλακτη με την απελπισία και την βάρβαρη σιγή που επικρατούσε σε όλη την επικράτεια. “Τι έπαθες ρε, γιατί κλαίς;” ακούστηκε, σκληρή η φωνή του διοικητή. “Τίποτα κ. διοικητά” απάντησε απρόσμενα εκείνος “Να… είναι από την …συγκίνηση”. Ο διοικητής βημάτισε μερικά λεπτά πάνω-κάτω και στρεφόμενος σε εμάς, “μπράβο ρε, τώρα μίλησε σαν σωστά σκεπτόμενος Έλληνας…”
Πέρασε πολύς καιρός, πολλά χρόνια. Η ζωή όμως κάνει κύκλους και η ιστορία αρκετές φορές, πικρόχολη και εκδικητική μας ξαφνιάζει επαναφέροντας στην επικαιρότητα , στο τώρα, ότι περισσότερο μισήσαμε και πολεμήσαμε, σαν ένα μαύρο αστείο. Γιατί μαύρο είναι μεν, αλλά όχι αστείο, ότι στη σημερινή ακρονεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη, συμμετέχουν σε καίρια κυβερνητικά πόστα οι σκληροί ιδεολογικοί απόγονοι εκείνων των συνταγματαρχών.